- παρισίτης
- ο(ορυκτ.) σπάνιο δευτερογενές φθοριοανθρακικό άλας τού δημητρίου, τού λανθανίου, τού διδυμίου και τού ασβεστίου, με καστανοκίτρινο χρώμα, που κρυσταλλώνεται στο εξαγωνικό σύστημα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Parisit, από το όνομα τού Iose Paris, Κολομβιανού ορυκτολόγου].
Dictionary of Greek. 2013.